- νευροπαθολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευροπαθολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuropathologic < νευροπαθολογία + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γ. Καρυοφύλλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευροπαθολογικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευροπαθολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)